κάθετος

κάθετος
-η, -ο
επίρρ.
1. ο αφημένος προς τα κάτω, αυτός που κρέμεται από κάποιο σημείο και διευθύνεται κατακόρυφα προς το έδαφος: Η φράση των αρχαίων «κάθετος μόλυβδος» σήμαινε μια μολύβδινη βολίδα που δενόταν στο άκρο σκοινιού και πεταγόταν στη θάλασσα για βυθομέτρησή της.
2. αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία: Το κεφάλαιο αυτό των μαθηματικών ασχολείται με κάθετα επίπεδα.
————————
η
(ενν. γραμμή), ευθεία γραμμή που σχηματίζει με άλλη ευθεία γωνία ορθή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάθετος — let down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 …   Dictionary of Greek

  • κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ή κάθετη — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ. σε μια άλλη ευθεία ε’, αν τέμνονται έτσι ώστε οι τέσσερις γωνίες που σχηματίζονται να είναι ίσες μεταξύ τους. Οι γωνίες αυτές ονομάζονται ορθές. Μια ευθεία ε λέμε ότι είναι κ …   Dictionary of Greek

  • κάθετος ρυθμός — Η τρίτη φάση της εξέλιξης της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία, που αντικατέστησε τον φλογωτό ή φλογοειδή ρυθμό κατά τα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την τοποθέτηση παράλληλων ξύλινων ράβδων επάνω στα παράθυρα… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερη κάθετος — Το μοναδικό διάνυσμα που ορίζεται από τη σχέση:  όπου  η πρώτη κάθετος καιτο εφαπτομενικό διάνυσμα μοναδιαίου μήκους μιας λείας καμπύλης του χώρου (s το μήκος τόξου που μετράται από κάποιο σημείο της καμπύλης). Τα τρία διανύσματα συνδέονται …   Dictionary of Greek

  • καθέτω — κάθετος let down masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάθετος let down masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καθέτης portcullis masc gen sg (attic epic ionic) καθίημι let fall aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέτως — κάθετος let down adverbial κάθετος let down masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθετον — κάθετος let down masc/fem acc sg κάθετος let down neut nom/voc/acc sg καθίημι let fall aor imperat act 2nd dual καθίημι let fall aor ind act 2nd dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέτοις — κάθετος let down masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”